-
1 пролёт
1. (расстояние между опорами) το άνοιγμα, η απόσταση ανάμεσα στα στηρίγματα. - арки - του τόξου- линии электропередачи промежуточный - η ενδιάμεση απόσταση ανάμεσα στους ηλεκτρικούς πυλώνες2. (в цехе, промышленном здании) το μεσόζευκτο 3. (самолёта над местностью) η υπερπτήση, η διέλευση του αεροσκάφους 4. (лестницы) το κλιμακοστάσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пролёт